Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


ημερολόγιο  
sostantivo neutro

1 calendario [m] Ιουλιανό ημερολόγιο calendario giuliano | Γρηγoριανό ημερολόγιο calendario gregoriano | ημερολόγιο τοίχου calendario murale
2 almanacco [m]
3 (προσωπικό) diario [m] κρατά προσωπικό ημερολόγιο tiene un diario personale
4 agenda [f] ημερoλόγιo τσέπης agenda tascabile
5 commercio registro [m] +++ ημερoλόγιo καταστρώματoς marineria giornale, libro di bordo

permalink
continua sotto

<<  ημερολογιακός ημερολογιογράφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---