Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γυροσταθεροποιητής
sostantivo maschile
1 girostabilizzatore [m]
2 girostato [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γυφταριό [-ού, το] |
γυφτιά [-άς, η] |
γύφτικος [-η, -ο] |
γύφτισσα [-ας, η] |
γύφτος [-ου, ο] |
γυψαδόρος [-ου, ο] |
γυψάρισμα [-ας, η] |
γύψινος [-η, -ο] |
γυψοκονίαμα [-ατος, το... |
γυψομάρμαρο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|