Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoγραφείο
sostantivo neutro 1 ufficio [m]; studio [m]; agenzia [f] το γραφείο του διευθυντή → l'ufficio del direttore | γραφείο τύπου → ufficio stampa | γραφείο ευρέσεως εργασίας → agenzia di collocamento | γραφείο συνοικεσίων → agenzia matrimoniale | γραφείο ταξιδίων → agenzia di viaggi | δικηγορικό γραφείο → studio legale | αρχιτεκτονικό γραφείο → studio d'architetto | γραφείο κηδειών → (impresa di) pompe funebri 2 (έπιπλο) scrivania [f]; scrittoio [m] δρύινο γραφείο → scrivania di rovere permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiτο μεσητικό γραφείο = agenzia θηλ. immobiliare || τα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας = centrale θηλ. di polizia || το δικηγορικό γραφείο = studio αρσ. legale || το γραφείο πληροφοριών = ufficio αρσ. informazioni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |