Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γονότυπος
sostantivo maschile
genotipo [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γονόκοκκος [-ου, ο] |
γονόρροια [-ας, η] |
γονορροϊκός [-ή, -ό] |
γόνος [-ου, ο] |
γονοτυπικός [-ή, -ό] |
γονότυπος [-ου, ο] |
γονοφθαλμίδιο [-ου, το] |
γόνυ [-, το] |
γονυκλισία [-ας, η] |
γονυπετής [-ής, -ές] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|