Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γναθοπροσωπικός
aggettivo
maxillofacciale
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γλωσσοφαγιά [-άς, η] |
γλωττίδα [-ας, η] |
γναθιαίος [-α, -ο] |
γναθικός [-ή, -ό] |
γνάθοι [-ων, οι] |
γναθοπροσωπικός [-ή, -ό] |
γνάθος [-ου, ο] |
γνάφαλο [-ου, το] |
γναφέας [-α, ο] |
γναφείο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|