Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γλυπτό
sostantivo neutro
scultura [f] (l'opera) συλλογή γλυπτών → collezione di sculture
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γλυκύτητα [-ας, η] |
γλυκύφωνος [-η, -ο] |
γλύπτης [-η, ο] |
γλυπτική [-ής, η] |
γλυπτικός [-ή, -ό] |
γλυπτό [-ού, το] |
γλυπτογραφία [-ας, η] |
γλυπτοθήκη [-ης, η] |
γλυπτός [-ή, -ό] |
γλύπτρια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|