Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γκαγκστερισμός
sostantivo maschile
gangsterismo [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γιώτα [-, το] |
γιωταχής [-ή, ο] |
γιωταχί [-, το] |
γκαβός [-ή, -ό] |
γκαβός [-ού, ο] |
γκαγκστερισμός [-ού, ο] |
γκάζι [-ού, το] |
γκαζιέρα [-ας, η] |
γκαζόζα [-ας, η] |
γκαζόν [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|