Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


γιορτή  
sostantivo femminile

1 festa [f] εθνική γιορτήfesta nazionale | θρησκευτική γιορτήfesta religiosa | η άνοιξη είναι η γιορτή των λουλουδιώνla primavera è la festa dei fiori | η γιορτή του κρασιούla festa del vino
2 (ονομαστική) onomastico [m] χρόνια πολλά για τη γιορτή σουtanti auguri per il tuo onomastico
3 festività [f]; festa [f] η γιορτή της Παναγίαςla festa della Madonna | η γιορτή των Χριστουγέννωνla festività del Natale

permalink
continua sotto

<<  γιορτές γιορτινά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---