Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γεφυρωμένος
aggettivo
participio passato del verbo γεφυρώνω
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γεωγλωσσολογία [-ας, η] |
γεωγνωσία [-ας, η] |
γεωγονία [-ας, η] |
γεωγραφία [-ας, η] |
γεωγραφικός [-ή, -ό] |
γεωγράφος [-ου, ο|η] |
γεωδαισία [-ας, η] |
γεωδαίτης [-η, ο] |
γεωδαιτικός [-ή, -ό] |
γεώδες [-ε, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|