Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γάργαρος
aggettivo
gorgogliante τα γάργαρα νερά της πηγής → le acque gorgoglianti della sorgente
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γάριασμα [-ατος, το... |
γαριασμένος [-η, -ο] |
γαριβαλδινός [-ού, ο] |
γαρίδα [-ας, η] |
γαριφαλιά [-άς, η] |
γαρίφαλο [-ου, το] |
γαρμπάτος [-η, -ο] |
γαρμπής [-ή, ο] |
γάρμπο [-ου, το] |
γαρμπόζος [-α, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|