Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαλλοφιλία
sostantivo femminile
gallofilia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλλισμός [-ού, ο] |
γαλλο-ιταλικός [-ή, -ό] |
γαλλομανής [-ή, ο|η] |
γαλλομανία [-ας, η] |
Γάλλος [-ου, ο] |
γαλλοφιλία [-ας, η] |
γαλλόφιλος [-η, -ο] |
γαλλοφοβία [-ας, η] |
γαλλόφοβος [-η, -ο] |
γαλλόφωνος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|