Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoευθυγραμμίζομαι
verbo passivo 1 allinearsi οι στρατιώτες ευθυγραμμίστηκαν για την παρέλαση → i soldati si sono allineati per la parata 2 figurato allinearsi, conformarsi, adeguarsi ευθυγραμμίστηκε με την κομματική γραμμή → si è allineato alla linea politica del partito ευθυγραμμίζω verbo transitivo 1 allineare ευθυγραμμίζω τα καθίσματα → allineare le sedie 2 figurato concordare, conformare οι χώρες της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης αποφάσισαν να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους → i paesi dell'Unione Europea hanno deciso di concordare la loro politica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |