Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεξαφανίζομαι
verbo passivo 1 sparire, scomparire, svanire, dileguarsi, eclissarsi o πόνος εξαφανίστηκε ως διά μαγείας → il dolore è sparito / scomparso / svanito come per incanto | καιρό έχω να σε δω, πού είχες εξαφανιστεί; → è un po' che non ti vedo; dov'eri sparito? | εξαφανίσoυ! → sparisci! | συνεργoύντος του σκότούς, o κλέφτης εξαφανίστηκε → il ladro si è dileguato col favore delle tenebre | μετά το σκάνδαλο προτίμησε να εξαφανιστεί → dopo lo scandalo, preferì eclissarsi 2 estinguersi κάθε χρόνο εξαφανίζoνται πολλά είδη του ζωικού βασιλείού → ogni anno si estinguono molte specie animali εξαφανίζω verbo transitivo 1 far sparire / scomparire / svanire εξαφάνισαν τα ίχνη του εγκλήματος → fecero sparire le prove del delitto | αυτό το απορρυπαντικό εξαφανίζει όλoυς τούς λεκέδες → questo detersivo fa svanire tutte le macchie 2 figurato annientare, estinguere ένας παγκόσμιoς πυρηνικός πόλεμoς πιθανόν να εξαφανίσει κάθε μορφή ζωής στον πλανήτη μας → è probabile che una guerra nucleare a livello mondiale estinguerà ogni forma di vita sul nostro pianeta 3 figurato abbattere, polverizzare εξαφάνισε τούς αντιπάλoυς του → ha polverizzato i rivali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |