Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεσωτερικός
aggettivo 1 interno, interiore εσωτερική αιμορραγία → emorragia interna | τα εσωτερικά τοιχώματα του στομάχού → le pareti interne dello stomaco 2 relativo agli affari interni di un paese, interno εσωτερική πολιτική → politica interna 3 figurato interiore o εσωτερικός κόσμος → il mondo interiore | το εσωτερικό δράμα ενός ανθρώπου → il dramma interiore di un uomo 4 anche sostantivato interno [m], convittore [m], collegiale [m] τον έκλεισαν εσωτερικό σε κολέγιο → l'hanno messo in collegio come interno 5 (εθνικός) nazionale εσωτερικότατος aggettivo superlativo di εσωτερικός εσωτερικότερος aggettivo comparativo di εσωτερικός permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiauto ο εσωτερικός καθρέφτης = αυτοκίνητο specchietto αρσ. retrovisore Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |