Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoερωτικός
aggettivo 1 amoroso, d'amore ερωτική περιπέτεια → avventura amorosa | ερωτική ιστορία → storia d'amore 2 (σεξουαλικός) erotico, sessuale ερωτική επιθυμία → desiderio erotico | ερωτική επαφή → rapporto sessuale ερωτικότατος aggettivo superlativo di ερωτικός ερωτικότερος aggettivo comparativo di ερωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |