Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεπικείμενος
aggettivo imminente, incombente επικείμενη καταιγίδα → tempesta imminente | επικείμενες εκλογές → elezioni imminenti | επικείμενoς κίνδυνος → pericolo incombente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |