Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoενοχλητικός
aggettivo fastidioso, noioso, molesto, importuno ενοχλητικοί γείτονες → vicini di casa fastidiosi | ενοχλητική βροχή → una pioggia noiosa | ενοχλητικές ερωτήσεις → domande importune | ενοχλητικός άνθρωπος → persona fastidiosa, seccatore ενοχλητικότατος aggettivo superlativo di ενοχλητικός ενοχλητικότερος aggettivo comparativo di ενοχλητικός ενοχλητικώτερος aggettivo comparativo di ενοχλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |