Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


εμπορικός  
aggettivo

commerciale, mercantile εμπoρική ναυτιλία marina mercantile | εμπορικό κέντρο centro commerciale | εμπορική αλληλoγραφία corrispondenza commerciale | εμπορική συμφωνία accordo commerciale

permalink
continua sotto

<<  εμπορικό εμπορικότητα  >>

Locuzioni, modi di dire, esempi


το εμπορικό κέντρο = centro αρσ. commerciale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---