Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεκπληκτικός
aggettivo 1 sorprendente, sbalorditivo εκπληκτικές αποκαλύψεις → rivelazioni sorprendenti 2 stupefacente, eccezionale, stupendo εκπληκτικό τραγούδι → canzone stupenda εκπληκτικότατος aggettivo superlativo di εκπληκτικός εκπληκτικότερος aggettivo comparativo di εκπληκτικός εκπληκτικώτερος aggettivo comparativo di εκπληκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |