Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoείσοδος
sostantivo femminile 1 ingresso [m], porta [f] είσοδος υπηρεσίας → porta di servizio | μπρoστιvή είσοδος → ingresso principale | κεντρική είσοδος → ingresso principale / centrale 2 entrata [f], ingresso [m] έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του → ha fatto un ingresso trionfale | ελεύθερη είσοδος → ingresso libero | απαγορεύεται η είσοδος → vietato l'ingresso | πόσο κοστίζει η είσοδος στην Ακρόπολη; → quanto costa l'ingresso all'Acropoli? | η είσοδος μιας χώρας σε πόλεμο → l'entrata in guerra di un paese 3 ingresso [m], ammissione [f] η είσοδος μιας χώρας στο NATO → l'ingresso / l'ammissione di un paese nella NATO έσοδος sostantivo femminile variante di είσοδος permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiη ελεύθερη είσοδος = ingresso αρσ. libero Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |