Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεγχειρίδιο
sostantivo neutro 1 (βιβλίο) manuale [m] εγχειρίδιο χρήσης → manuale d'uso 2 (σχολικός) libro di testo εγχειρίδιο χημείας → manuale di chimica 3 μαχαίρι pugnale [m], coltello [m] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |