Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
δυσειδέστατος
aggettivo
superlativo di δυσειδής
δυσειδέστερος
aggettivo
comparativo di δυσειδής
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δυσεξέλεγκτος [-η, -ο] |
δυσεξήγητος [-η, -ο] |
δυσεξίτηλος [-η, -ο] |
δυσεξιχνίαστος [-η, -ο] |
δυσεπίλυτος [-η, -ο] |
δυσερμήνευτος [-η, -ο] |
δυσεύρετος [-η, -ο] |
δυσεφάρμοστος [-η, -ο] |
δύση [-ης, η] |
δυσήκοος [-ος, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|