Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


διδακτικός  
aggettivo

1 didattico διδακτική πείραesperienza didattica
2 didascalico διδακτικό ποίημαpoesia didascalica
3 insegnante; docente διδακτικό προσωπικόpersonale docente

διδακτικότατος
aggettivo

superlativo di διδακτικός

διδακτικότερος
aggettivo

comparativo di διδακτικός

διδακτικώτατος
aggettivo

superlativo di διδακτικός

διδακτικώτερος
aggettivo

comparativo di διδακτικός

διδαχτικός
aggettivo

variante di διδακτικός ^-ή, -ό^

permalink
continua sotto

<<  διδακτήριο διδάκτορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---