Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδημιουργούμαι
verbo passivo 1 erigersi 2 generarsi 3 nascere 4 sfondare δημιουργώ verbo transitivo 1 creare ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο → Dio creò il mondo | ποιος δημιούργησε αυτό το αριστούργημα; → chi ha creato questo capolavoro? | δημιούργησε τεράστια περιουσία εκ του μηδενός → ha creato dal nulla un'enorme fortuna 2 creare; provocare μη δημιουργείς προβλήματα → non creare problemi! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |