Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βρόχος
sostantivo maschile
1 cappio [m]; laccio [m]
2 maglia [f] di una rete
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βροχομετρία [-ας, η] |
βροχομετρικός [-ή, -ό] |
βροχόμετρο [-ου, το] |
βροχοποιός [-ού, ο] |
βροχόπτωση [-ης, η] |
βρόχος [-ου, ο] |
βρύο [-ου, το] |
βρυολογία [-ας, η] |
βρυόφυτο [-ου, το] |
βρύση [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|