Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βράκτιο
sostantivo neutro
brattea [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βρασμός [-ού, ο] |
βραστήρας [-α, ο] |
βραστό [-ού, το] |
βραστός [-ή, -ό] |
βράχια [-ων, τα] |
βραχιολάκι [-, το] |
βραχιόλι [-ιού, το] |
βραχίονας [-α, ο] |
βραχιόνιος [-α, -ο] |
βραχμάνας [-α, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|