Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βραδυγλωσσία
sostantivo femminile
medicina balbuzie [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βράδιασμα [-ατος, το... |
βραδιάτικος [-η, -ο] |
βραδινό [-ού, το] |
βραδινός [-ή, -ό] |
βράδυ [-ιού, το] |
βραδυγλωσσία [-ας, η] |
βραδύγλωσσος [-η, -ο] |
βραδυκαρδία [-ας, η] |
βραδυκίνητος [-η, -ο] |
βραδυλαλία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|