Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βουστάσιο
sostantivo neutro
stalla [f] (per buoi); bovile [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βουτηγμένος [-η, -ο] |
βούτημα [-ατος, το... |
βουτηχτής [-ή, ο] |
βουτηχτός [-ή, -ό] |
βουτιά [-άς, η] |
βουτρόφος [-ου, ο|η] |
βουτσί [-ιού, το] |
βουτυλένιο [-ου, το] |
βουτυλικός [-ή, -ό] |
βουτύλιο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|