Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βουλευτικός
aggettivo
politica parlamentare; del Parlamento βουλευτική ασυλία → immunità parlamentare
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Βούλγαρος [-ου, ο] |
βούλες [-ων, αι] |
βούλευμα [-ατος, το... |
βουλευτήριο [-ου, το] |
βουλευτής [-ή, ο|η] |
βουλευτικός [-ή, -ό] |
βουλευτίνα [-ας, η] |
βουλή [-ής, η] |
βούληση [-ης, η] |
βουλητικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|