Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βοσκοτόπι
sostantivo neutro
variante di βοσκότοπος ^-ου, ο^
βοσκότοπος
sostantivo maschile
pascolo [m]; pastura [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βόσκηση [-ης, η] |
βοσκήσιμος [-η, -ο] |
βοσκοπούλα [-ας, η] |
βοσκόπουλο [-ου, το] |
βοσκός [-ού, ο] |
βοσκοτόπι [-, το] |
βοσκότοπος [-ου, ο] |
βοσκώ, βόσκω {V} |
Βόσνια [-ας, η] |
Βόσνιος [-ου, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|