Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βορβορώδης
aggettivo
1 dissoluto
2 fangoso
3 melmoso
4 pantanoso
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βορειοατλαντικός [-ή, -ό] |
βορειοαφρικανός [-ή, -ό] |
Βορειοβιετναμέζος [-ου, ο|η] |
βορειοδυτικός [-ή, -ό] |
βορειοελλαδικός [-ή, -ό] |
βορειοελλαδίτης [-η, ο] |
βορειοελλαδίτισσα [-ας, η] |
Βορειοευρωπαίος [-ου, το] |
βόρειος [-εια, -ει... |
Βόρειος [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|