Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βοηθούμενος
aggettivo
1 participio passato del verbo βοηθάω
2 assistito
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βοημός [-ού, ο] |
βοθρατζής [-ή, ο] |
βοθρίο [-ου, το] |
βοθρολύματα [-ων, τα] |
βόθρος [-ου, ο] |
βοϊβόντας [-α, ο] |
βόιδι [-ιού, το] |
βοιωτή [-ής, η] |
βοιωτός [-ού, ο] |
βολάν [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|