Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βλαστός
sostantivo maschile
1 germoglio [m]; pollone [m]
2 figurato rampollo [m] βλαστός αριστοκρατικής οικογένειας → rampollo di nobile famiglia
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βλαστογένεσις [-εως, η] |
βλαστογενής [-ής, -ές] |
βλαστόδερμα [-ατος, το... |
βλαστολόγημα [-ατος, το... |
βλαστομερίδιο [-ου, το] |
βλαστός [-ού, ο] |
βλαστοφόρος [-η, -ο] |
βλάστωμα [-ατος, το... |
βλασφημία [-ας, η] |
βλάσφημος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|