Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


βλαβερός  
aggettivo

dannoso; nocivo έντομα βλαβερά για τη γεωργίαinsetti nocivi, dannosi all'agricoltura | βλαβερές συνέπειες του οινοπνεύματοςle conseguenze dannose dell'alcol

βλαβερότατος
aggettivo

superlativo di βλαβερός

βλαβερότερος
aggettivo

comparativo di βλαβερός

βλαβερώτατος
aggettivo

superlativo di βλαβερός

βλαβερώτερος
aggettivo

comparativo di βλαβερός

permalink
continua sotto

<<  βιωσιμότητα βλαβερότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---