Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιβλιοδετημένος
aggettivo
participio passato del verbo βιβλιοδετώ
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιβλιοθηκάριος [-ου, ο] |
βιβλιοθήκη [-ης, η] |
βιβλιοθηκονομία [-ας, η] |
βιβλιοκρισία [-ας, η] |
βιβλιοκριτική [-ής, η] |
βιβλιοκριτικός [-ή, -ό] |
βιβλιοκριτικός [-ού, ο|η] |
βιβλιολάτρης [-η, ο] |
βιβλιολατρία [-ας, η] |
βιβλιολάτρισσα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|