Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιασμένος
aggettivo
participio passato del verbo βιάζω
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βιαστικός [-ή, -ό] |
βιασύνη [-ης, η] |
βιβάρι [-ου, το] |
Βίβιαν [-, η] |
βιβλιαράκι [-, το] |
βιβλιάριο [-ου, το] |
βιβλιεκδότης [-η, ο] |
βιβλιεμπόριο [-ου, το] |
βιβλικός [-ή, -ό] |
βιβλίο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|