Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoβάση
sostantivo femminile 1 base [f]; basamento [m] βάση αγάλματος → il basamento di una statua 2 geometria base [f] η βάση του τριγώνου → la base del triangolo 3 militare base [f] αεροπορική βάση → base aerea | ναυτική βάση → base navale | στρατιωτική βάση → base militare | διαστημική βάση → base spaziale 4 principio [m], base [f]; fondamento [m] οι βάσεις ενός δόγματος → i fondamenti di una dottrina | έχει γερές βάσεις στα μαθηματικά → ha delle solide basi in matematica 5 base [f]; punto [m] di partenza για τις εκδρομές μας είχαμε βάση την Πάτρα → avevamo Patrasso come base delle nostre escursioni 6 scuola sufficienza [f] δεν πήρα τη βάση σε δύο μαθήματα → non ho ottenuto la sufficienza in due materie 7 chimica base [f]; alcali [m] δίνω βάση σε κάποιον → dar retta a qualcuno βάσις sostantivo femminile forma letteraria di βάση ^-ης, η^ permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiμε βάση = in base a || με βάση κάτι = in base a qualcosa Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |