Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βαριοσέρνομαι
verbo passivo
1 strisciare
2 trascinarsi
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βαρκάδα [-ας, η] |
βαρκάκι [-, το] |
βαρκάρης [-η, ο] |
βαρκάρισσα [-ας, η] |
βαρκαρόλα [-ας, η] |
βαρκαρόλες [-ων, οι] |
βαρκούλα [-ας, η] |
βαρομετρία [-ας, η] |
βαρομετρικός [-ή, -ό] |
βαρόμετρο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|