Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βαρελίσιος
aggettivo
conservato in barile, in botte; sfuso βαρελίσιο κρασί → vino sfuso
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βαρεία [-ας, η] |
βαρέλα [-ας, η] |
βαρελάκι [-, το] |
βαρελάς [-ά, ο] |
βαρέλι [-ου, το] |
βαρελίσιος [-ια, -ιο] |
βαρελοποιός [-ού, ο] |
βαρελότο [-ου, το] |
βάρεμα [-ατος, το... |
βαρεμάρα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|