Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αξιοσύστατος
aggettivo
approvabile; encomiabile; onorevole
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αξιότιμος [-η, -ο] |
αξιόχρεο [-ου, το] |
αξιόχρεος [-η, -ο] |
αξιοχρέως [-η, -o] |
αξίωμα [-ατος, το... |
αξιωματικοί [-ών, οι] |
αξιωματικός [-ή, -ό] |
αξιωματικός [-ού, ο|η] |
αξιωματούχοι [-ων, οι] |
αξιωματούχος [-ου, ο|η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|