Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αξιομισθία
sostantivo femminile
benemerenza [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αξιολύπητος [-η, -ο] |
αξιομακάριστος [-η, -ο] |
αξιόμαχος [-η, -ο] |
αξιόμεμπτος [-η, -ο] |
αξιομίμητος [-η, -ο] |
αξιομισθία [-ας, η] |
αξιομνημόνευτος [-η, -ο] |
αξιοπαρατήρητος [-η, -ο] |
αξιοπερίεργο [-ου, το] |
αξιοπερίεργος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|