Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


ασυμμετρικότατος
aggettivo

superlativo di ασυμμετρικός

ασυμμετρικότερος
aggettivo

comparativo di ασυμμετρικός

ασυμμετρικώτατος
aggettivo

superlativo di ασυμμετρικός

ασυμμετρικώτερος
aggettivo

comparativo di ασυμμετρικός

permalink
continua sotto

<<  ασυμμετρία ασύμμετρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---