Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoάρτος
sostantivo maschile pane [m] ο άρτος ο επιούσιος → il pane quotidiano | άρτος άζυμος → pane azzimo | άρτος ολικής αλέσεως → pane integrale | άρτον και θεάματα → panem et circenses permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |