Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αρχέγονος
aggettivo
1 originario; primigenio; primordiale
2 primitivo αρχέγονος πολιτισμός → civiltà primitiva
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρχαϊσμός [-ού, ο] |
αρχαϊστικός [-ή, -ό] |
αρχάρια [-ας, η] |
αρχάριος [-ια, -ιο] |
αρχάριος [-ου, ο] |
αρχέγονος [-η/-ος, -... |
αρχεία [-ων, τα] |
αρχειακός [-ή, -ό] |
αρχείο [-ου, το] |
αρχειοθετημένος [-η, -o] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|