Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αθρήνητος
aggettivo
non compianto
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
άθροισμα [-ατος, το... |
αθροισμένος [-η, -o] |
αθροιστής [-ή, ο] |
αθροιστικός [-ή, -ό] |
αθρόος [-α, -ο] |
αθρυμμάτιστος [-η, -ο] |
αθυμία, (raro) αθυμιά [-ας, η] |
αθυμιάτιστα [avv.] |
άθυμος [-η, -ο] |
άθυρμα [-ατος, το... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|