Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


αποτυχία  
sostantivo femminile

insuccesso [m]; fallimento [m] η αποτυχία δεν τον αποθάρρυνεl'insuccesso non l'ha scoraggiato | η ειρηνευτική διάσκεψη υπήρξε σκέτη αποτυχίαla conferenza per la pace fu un completo fallimento | κάθε απόπειρα σωτηρίας του είναι καταδικασμένη σε αποτυχίαogni tentativo di salvarlo è destinato a fallire | παταγώδης αποτυχίαfiasco

permalink
continua sotto

<<  αποτυχημένος αποτυχών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---