Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαποστερούμαι
verbo passivo essere privato; privarsi; perdere αποστερήθηκε τη μητρική στοργή από μικρός → fin da piccolo, fu privato dell'affetto materno | αποστερήθηκε το φως του → perse la vista αποστερώ verbo transitivo privare αποστερώ κάποιον από ένα δικαίωμα → privare qualcuno di un diritto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |