Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαπόσταση
sostantivo femminile 1 distanza [f] κοντινή απόσταση → breve distanza | μακρινή απόσταση → grande distanza | κρατώ τις αποστάσεις → tenere le distanze | κρατώ κάποιον σε απόσταση → tenere qualcuno a distanza 2 figurato differenza [f]; distanza [f] υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης → c'è una bella differenza tra la teoria e la pratica | υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των απόψεών μας → c'è una grande differenza tra i nostri punti di vista permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiσε απόσταση χειρός = a portata di mano || η απόσταση ασφαλείας = distanza θηλ. di sicurezza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |