Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


αποπνικτικός  
aggettivo

asfissiante; soffocante αποπνικτική ατμόσφαιραatmosfera soffocante

αποπνικτικότατος
aggettivo

superlativo di αποπνιχτικός

αποπνικτικότερος
aggettivo

comparativo di αποπνιχτικός

αποπνικτικώτατος
aggettivo

superlativo di αποπνιχτικός

αποπνικτικώτερος
aggettivo

comparativo di αποπνιχτικός

αποπνιχτικός
aggettivo

variante di αποπνικτικός

αποπνιχτικότατος
aggettivo

superlativo di αποπνιχτικός

αποπνιχτικότερος
aggettivo

comparativo di αποπνιχτικός

permalink
continua sotto

<<  αποπνιγμός αποπνιξία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω


απόπλυση [-ης, η]
αποπνευματωμένος [-η, -o]
αποπνευμάτωση [-ης, η]
αποπνέω {V}
αποπνιγμός [-ού, ο]
αποπνικτικός [-ή, -ό]
αποπνικτικότατος [agg.]
αποπνικτικότερος [agg.]
αποπνικτικώτατος [agg.]
αποπνικτικώτερος [agg.]

Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---