Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαποκλίνω
verbo intransitivo 1 deviare; divergere το πλοίο απέκλινε προς τα δυτικά → la nave ha deviato verso ovest | η κυβερνητική πολιτική αποκλίνει από τις προγραμματικές δηλώσεις → la politica del governo diverge dalle dichiarazioni programmatiche 2 inclinare; pendere ο πύργος της Πίζας αποκλίνει επικίνδυνα → la torre di Pisa pende pericolosamente 3 tendere; essere incline; propendere αποκλίνω προς την αναρχία → tendere all'anarchia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |